- τονωτικό
- stimulant
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αγκοστούρα — η Βοτ. φλοιός από δύο δέντρα τής Ν. Αμερικής, είδη τών γενών Γαλιπέα και Κουσπαρία (Calipea officinalis και Cusparia trifoliata). (Οικογένεια: Ρουτίδες [Rutaceae]). Είναι πικρός και αρωματικός και χρησιμοποιείται στην ιατρική ως τονωτικό και… … Dictionary of Greek
δεντρολίβανο — Φυτό της οικογένειας των χειλανθών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία ροσμαρίνος ο φαρμακευτικός. Είναι αειθαλής, φρυγανώδης θάμνος, πολύκλαδος και πυκνόφυλλος, με μικρά, γραμμοειδή φύλλα και περιτυλιγμένα χείλη, πράσινα στην πάνω πλευρά και… … Dictionary of Greek
δυναμωτικός — ή, ό (AM δυναμωτικός, ή, όν) αυτός που δίνει δύναμη, τονωτικός («δυναμωτική τροφή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το δυναμωτικό τονωτικό φάρμακο … Dictionary of Greek
εφέδρα — (ephedra). Γένος θαμνωδών γυμνόσπερμων φρυγανικών ή σπανιότερα αναρριχώμενων φυτών της οικογένειας των εφεδριδών. Περιλαμβάνει περίπου 45 είδη, κυρίως των θερμών και εύκρατων περιοχών. Είναι φαρμακευτικά ή καλλωπιστικά φυτά. Έχουν λεπτούς,… … Dictionary of Greek
κνίκος — Ποώδες φυτό της οικογένειας των συνθέτων (δικοτυλήδονα) που φυτρώνει σε όλη την Ελλάδα. Η επιστημονική ονομασία του είναι κ. ο βενέδικτος, ενώ είναι γνωστό και με τις κοινές ονομασίες καλάγκαθο, καρδισάντο και αγιάγκαθο. Πρόκειται για ετήσιο φυτό … Dictionary of Greek
κόλα — (Cola). Γένος φυτών της οικογένειας των στερκουλιιδών, της τάξης των στυλοφόρων. Περιλαμβάνει περίπου 50 είδη, ιθαγενή της τροπικής Αφρικής, τα οποία σήμερα ευδοκιμούν και σε άλλες τροπικές χώρες. Σπουδαιότερο από αυτά είναι η κ. η ακιδωτή.… … Dictionary of Greek
μαυροδάφνη — η τονωτικό κόκκινο γλυκό κρασί από ώριμα σταφύλια που καλλιεργούνται σε θερμά κλίματα … Dictionary of Greek
μεθυλαρσινικός — ή, ό φρ. «μεθυλαρσινικό νάτριο» (φαρμ.) οργανική χημική ένωση που χρησιμοποιήθηκε ως τονωτικό και δυναμωτικό κατά τη θεραπεία τής φυματίωσης, γνωστή με την εμπορική ονομασία αρρενάλη … Dictionary of Greek
ξαρρωστικό — το δυναμωτικό φαγητό ή τονωτικό φάρμακο, παρασκεύασμα που συντελεί στη θεραπεία αρρώστιας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ξαρρωστικό (ενν. φάρμακο). Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθ. ξαρρωστικός] … Dictionary of Greek
ραβέντι — και ρεβέντι, το, Ν η ρίζα τού ποώδους και φαρμακευτικού φυτού ρήο, το οποίο αποτελεί τονωτικό και ήπιο καθαρτικό φάρμακο … Dictionary of Greek